σπαθολόγχη

σπαθολόγχη
η, Ν
λόγχη με πλατύ έλασμα, ευθύ ή κυρτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + λόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο πόνημα Οδηγίαι προςχρήσιν τών τουφεκίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”